ορδή

ορδή
η
1. απειθάρχητο στίφος, συρφετός, μπουλούκι, που συνήθως επιδίδεται σε βιαιοπραγίες και καταστροφές
2. τύπος κοινωνικής οργάνωσης νομαδικών συνήθως συνόλων αποτελούμενος από μικρό αριθμό οικογενειών, με 30 έως 50 άτομα συνολικά, που αποσκοπεί στην ασφάλεια και την επιβίωση τής ομάδας και που μπορεί να είναι τμήμα μιας μεγαλύτερης κοινότητας, τής φυλής
3. εχθρικός στρατός που λεηλατεί και καταστρέφει τη χώρα από την οποία διέρχεται
4. φρ. α) «Λευκή Ορδή» και «Κυανή (ή Γαλάζια) Ορδή» — ονομασία τού χανάτου τών Μογγόλων το οποίο απέσπασε από την Χρυσή Ορδή ο Ορντά, στο έδαφος τού σημερινού Καζαχστάν κατά τον 13ο και 14ο αιώνα
β) «Χρυσή Ορδή» — το δυτικό τμήμα τής μογγολικής αυτοκρατορίας, στο οποίο κατά τον 13ο ώς τα τέλη τού 14ου αιώνα ανήκαν τεράστια εδάφη, από τα Καρπάθια και τον Εύξεινο Πόντο ώς τα Ουράλια και ώς τα βάθη τής Σιβηρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ταταρ. (h)orda].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορδή — η (λ. τουρκ.), απειθάρχητος συρφετός, ληστρικές ομάδες, στίφος άτακτων: Βαρβαρικές ορδές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χρυσή Ορδή — Μογγολική δυναστεία (13ος αι.) που ιδρύθηκε από τον Μπατού, ο οποίος ξεκίνησε στρατηγός υπό τις διαταγές του Ογκοντάυ, γιου του Τζενγκίς Χαν. Οι Μογγόλοι της X.Ο. εισέβαλαν μεταξύ 1237 και 1240 σε όλη τη νότια και κεντρική Ρωσία: ο Μπατού όρισε… …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • ορδί — το 1. στρατός, ορδή, ασκέρι 2. φρ. «ρίχνω τ ορδί» στρατοπεδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ordu «στρατός»] …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Γιακουμπόβσκι, Αλεξάντρ Γιούργεβιτς — (1886 – 1953). Ρώσος ιστορικός και αρχαιολόγος, ειδικός ανατολιστής. Ο Γ. έγραψε πλήθος μελετών που ρίχνουν φως στην ιστορία των λαών της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής. Από τα σπουδαιότερα έργα του σημειώνουμε τα βιβλία του Η Σαμαρκάνδη τον καιρό… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”